απάρχομαι

απάρχομαι
ἀπάρχομαι (AM)
1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας
2. προσφέρω, αφιερώνω
3. αρχίζω, κάνω την αρχή
αρχ.
1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι
2. προσφέρω απαρχές
3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει
4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο
5. (μτχ.) οἱ ἀπηργμένοι
οι ευνούχοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπάρχομαι — ἀπάρχω lead the way pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… …   Dictionary of Greek

  • προαπάρχομαι — Α αρχίζω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπάρχομαι «αρχίζω, κάνω την αρχή»] …   Dictionary of Greek

  • συναπάρχομαι — Μ αρχίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπάρχομαι «αρχίζω, κάνω την αρχή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”