- απάρχομαι
- ἀπάρχομαι (AM)1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας2. προσφέρω, αφιερώνω3. αρχίζω, κάνω την αρχήαρχ.1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι2. προσφέρω απαρχές3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο5. (μτχ.) οἱ ἀπηργμένοιοι ευνούχοι.
Dictionary of Greek. 2013.